- ηθοπλαστικός
- -ή, -όαυτός που είναι κατάλληλος για διάπλαση χρηστού ήθους, που διαπλάσσει το ήθος, που διαμορφώνει τον χαρακτήρα («ηθοπλαστικά διηγήματα»).επίρρ...ηθοπλαστικώς και ηθοπλαστικάμε τρόπο ηθοπλαστικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + πλαστικός (< πλάσσω). Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Γεώργιο Αντωνόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.